Ανοίγοντας τα μάτια μου πρώτα σκέφτηκα τα δύο ξεχωριστά νεόφυτα, τις “κορούδες” μου, που άπλωναν τα νεαρά τους φύλλα κάτω από τον πρωινό ήλιο, περικλεισμένες μέσα σε πλαστικούς ανθώνες – πολύ σύντομα θα γινόταν αναγκαία η μεταφύτευση σε καθαρό περιποιημένο έδαφος. Βγήκα αμέσως στον κήπο, πριν καν πιω νερό, πριν καν ψήσω καφέ ή αυγό, για να μελετήσω την πορεία τους, να ιχνηλατήσω για τυχόν απειλές, να διαπιστώσω το σθένος και την υγεία τους. Τα δύο αυτά νεόφυτα, οι “κορούδες” γεννήθηκαν από σπόρο που μου έδωσε αφιλοκερδώς κάποιος τώρα φίλος, πριν δύο μήνες εντελώς άγνωστος. Του υποσχέθηκα, αν και οι υποσχέσεις είναι αχρείαστες καθώς αυτονόητα γνωρίζει και γνωρίζω πως όταν τα νεόφυτα αυτά παράξουν καρπό, ένα μέρος του θα του προσφερθεί, και ας αρνηθεί, όπως αρνήθηκε κάποια άλλη ανταλλαγή την στιγμή που μου έδινε στο χέρι τους σπόρους. Αφού βεβαιώθηκα πως οι “κορούδες” μου ήσαν εντάξει, πέρασα στο σπίτι αφού πρώτα παρατήρησα ότι ο μικρός κήπος, με την σπορά χόρτων και ζαρζαβατικών που το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχαμε όλοι συνεργατικά ετοιμάσει, είχε αρχίσει να δείχνει τα πρώτα σημάδια βλάστησης.
Έφτιαξα τον καφέ μου, έβρασα το αυγό και το ξεφλούδισα κοιτάζοντας από το παράθυρο της κουζίνας έξω στον κήπο, την βαρυφορτωμένη λεμονιά μου. Ήπια τον καφέ, έφαγα το αυγό και κατόπιν πέρασα από το μπάνιο για τα απαραίτητα. Στο μυαλό μου έτρεχε η ιδέα – η λεμονιά μου έχει αρκετά λεμόνια, κάποια θα τα κρατήσω για τώρα, κάποια θα τα στύψω και θα φυλάξω τον χυμό στην κατάψυξη, τα υπόλοιπα καλό θα είναι να μοιραστούν στους υπόλοιπους. Βγήκα αμέσως ξανά στον κήπο, παρέα με τέσσερα σακούλια, έστησα την σκάλα και μισή ώρα μετά κουβάλησα τα τέσσερα ασφυκτικά γεμάτα σακούλια στο σπίτι τοποθετώντας τα δίπλα από την πόρτα. Τέσσερις σακούλες, τέσσερα σπίτια, ένα το δικό μου, πέντε, το πρώτο οργανικό πενταμελές κύτταρο, σε ένα οργανισμό, σε ένα σώμα που αποτελούνταν από εκατοντάδες, χιλιάδες τέτοια κύτταρα. Είχα όλη την μέρα μπροστά μου. Μπορούσα να σχεδιάσω, να κατασκευάσω, να γράψω, ακόμα και να ξαπλώσω σε μια πολυθρόνα φτιαγμένη, σαν ένα μοντέρνο τέρας του Φρανκεσταίν από κομμάτια διάφορων επίπλων, άσχετων μεταξύ τους οπτικά και χρωματικά που όμως μαζί αποτελούσαν την τέλεια αναπαυτική καρέκλα – και να διαβάσω ένα πολύ ενδιαφέρον επιστημονικό και μηχανολογικό σύγγραμμα για την σωστή και αποδοτική εγκατάσταση ηλιακών κυψελών και μπαταριών. Μπορούσα να μην κάνω και απολύτως τίποτα και να καθίσω στο μάρμαρο της βεράντας, έξω στον δρόμο, να απλώσω και εγώ τα χέρια μου όπως τα νεόφυτα μου για να με αρπάξει ο ήλιος από παντού, να με ζεστάνει και να με δροσίσει ταυτόχρονα, να με ολοκληρώσει.
Καθώς σκεφτόμουνα το πόσο ήρεμος ένιωθα μέσα στο πετσί μου, κτύπησε το τηλέφωνο, απάντησα, ήταν μια άλλη φίλη, ένα από τα άλλα τέσσερα σπίτια, που αλαφιασμένα μου ανακοίνωσε πώς ένας βραδινός και έντονος αέρας είχε ρίξει κάποια καδρόνια πάνω στο καινούργιο κοτέτσι που πριν δυο βδομάδες είχαμε όλοι μαζευτεί σπίτι της για να φτιάξουμε. Ένα δεύτερο απανωτό τηλέφωνο κατέφθασε μόλις τελείωσε το πρώτο, ακόμα μια φίλη, ακόμα ένα σπίτι να μου ανακοινώνει νέα καλά και κακά, πως τα καναρίνια, ολοκίτρινα, μεγάλα και ζουμερά ήσαν έτοιμα και περίμεναν την συγκομιδή και διανομή, πώς το φαγητό προετοιμαζόταν ήδη και σε λίγες ώρες θα ήταν έτοιμο και διαθέσιμο και πως κάποια βρύση, ταλαιπωρημένη από την χρήση και τον καιρό είχε σπάσει με αποτέλεσμα το νερό να τρέχει ασταμάτητα.
Σκέφτηκα για μια στιγμή. Το δικό μου σπίτι ήταν αυτή τη στιγμή λειτουργικά άρτιο. Θα μπορούσα να αναβάλω τις προσωπικές μου ασχολίες, επ αόριστον εάν χρειαζόταν. Το θέμα της βρύσης χρειαζόταν άμεσης προσοχής, αλλά επίσης και το θέμα του κοτετσιού, το οποίο ανέφερα στο τηλέφωνο. Συμφωνήσαμε πως το κοτέτσι προείχε και πως η συγκεκριμένη βρύση θα μπορούσε να κλειστεί προσωρινά από τον διακόπτη. Μπήκα στην αποθήκη, βρήκα τα εργαλεία και τα απαραίτητα συνοδευτικά, Ντύθηκα, άρπαξα τα συμπράγκαλα μου καθώς και τις τέσσερις τσάντες με λεμόνια. Θα τους έβρισκα όλους εκεί, πέντε νοικοκυριά μαζί να λειτουργούν παρέα στην ίδια αποστολή.